πίαζε

πίαζε
πιάζω
pres imperat act 2nd sg
πιάζω
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
πιέζω
Ep..
pres imperat act 2nd sg (attic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πιαζέ, Ζαν — (Piaget, 1896 – 1980). Ελβετός ψυχολόγος, βιολόγος και παιδαγωγός. Μαθητής του Κλαπαρέντ και συνδιευθυντής του Ινστιτούτου Παιδαγωγικών Επιστημών της Γενεύης. Η συμβολή του υπήρξε σημαντική στην προσπάθεια για τη διευρεύνηση των προβλημάτων… …   Dictionary of Greek

  • επιστημολογία — Κλάδος της φιλοσοφίας που μελετά τα φιλοσοφικά προβλήματα που σχετίζονται με τη θεωρία της γνώσης. Πριν όμως αναληφθεί με επιστημονική μορφή μια τέτοια διερεύνηση, η γνωστική λειτουργία του ανθρώπου είχε ήδη αποτελέσει αντικείμενο φιλοσοφικής… …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… …   Dictionary of Greek

  • αισθητικοκινητικός συντονισμός — Χαρακτηριστικό των αντανακλαστικών φαινομένων. Τα φαινόμενα αυτά αποτελούνται από ερέθισμα που έχει ως αποτέλεσμα κινητική λειτουργία (αντίθετα από τα ιδεοκινητικά φαινόμενα κατά τα οποία οι ιδέες καταλήγουν αυτόματα σε πράξεις, χωρίς τη… …   Dictionary of Greek

  • Κόλμπεργκ, Λόρενς — (Lawrence Kohlberg, Νέα Υόρκη 1927 – 1987). Αμερικανός ψυχολόγος. Έλαβε το πτυχίο ψυχολογίας παρακολουθώντας μόλις ένα έτος σπουδών στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και το 1958 ολοκλήρωσε το διδακτορικό του με θέμα τη λήψη ηθικών αποφάσεων,… …   Dictionary of Greek

  • νοητικός χάρτης — Νοητική εικόνα του περιβάλλοντος κόσμου την οποία διαμορφώνει σταδιακά ένας άνθρωπος ανάλογα με την εκπαίδευσή του, τις προσωπικές του εμπειρίες και τις αντιλήψεις της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει. Ο όρος αυτός συνδέεται με το εξαιρετικά… …   Dictionary of Greek

  • ανάγνωση — Ικανότητα, που αποκτάται με διδασκαλία, χάρη στην οποία αναγνωρίζονται και κατανοούνται οι λέξεις ενός κειμένου, γραμμένου ή τυπωμένου. Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι διδασκαλίας της α. Σήμερα, η επεξεργασία των μεθόδων αυτών γίνεται σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • νηπιαγωγείο — Ειδικό εκπαιδευτήριο, στο oποίο ασκείται η αγωγή των νηπίων. Η φοίτηση στο ν. αρχίζει συνήθως από το τρίτο έτος της ηλικίας και τελειώνει όταν το παιδί φτάσει στην καθορισμένη για το δημοτικό σχολείο ηλικία. Το ν. αποτελεί σημαντικό σταθμό της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”